ἁπλάς

ἁπλάς
ἁπλά̱ς , ἁπλός
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἁπλᾶς — ἁπλόος twofold fem acc pl (attic) ἁπλός fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅπλας — ἄπλᾱς , ἀπό λάω 1 imperf ind act 2nd sg (homeric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίβων — ο, ΝΜΑ (στην αρχαιότ.) παλαιό και φθαρμένο ή τραχύ επανωφόρι, όπως αυτό που φορούσαν οι Σπαρτιάτες, οι φιλόσοφοι, ιδίως ο Σωκράτης και οι κυνικοί, και αργότερα οι μοναχοί, συνήθως ως ένδειξη αυτάρκους βίου και σκληραγωγίας («λακωνίζειν φασὶ καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”